αμελέτητο

αμελέτητο
çalışmamış, okumamış

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμελέτητος — η ο (Α ἀμελέτητος, ον) αυτός που δεν μελέτησε, δεν προετοιμάστηκε, αδιάβαστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν μελετήθηκε, δεν υπολογίστηκε με ακρίβεια ή δεν καταστρώθηκε λεπτομερώς 2. ως ουσιαστικό ευφημιστικό για κάτι που δεν μπορεί να κατονομάσει… …   Dictionary of Greek

  • αμελέτητος — η, ο 1. αυτός που δε μελέτησε: Πήγε πάλι στο σχολείο αμελέτητος. 2. αυτός που δε μελετήθηκε, που δεν προετοιμάστηκε: Η επιχείρηση απέτυχε, γιατί ήταν αμελέτητη. 3. το ουδ. ως ουσ., το αμελέτητο ιδιαίτερα στον πληθ., τα αμελέτητα χρησιμοποιείται… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”